- πέλτον
- πέλτονplatform for a sarcophagusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέλτον — τὸ, Α επίπεδο δώμα που εξέχει, βάθρο για την τοποθέτηση σαρκοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. μικρασιατικής προέλευσης που συνδέεται με το χεττιτ. palzahha «βάση, βάθρο, πλατφόρμα»] … Dictionary of Greek
πελτόν — τὸ, Α δόρυ, κοντάρι … Dictionary of Greek
πέλτων — πέλτον platform for a sarcophagus neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
πέλτα — πέλτᾱ , πέλτη small light shield fem nom/voc/acc dual πέλτᾱ , πέλτη small light shield fem nom/voc sg (doric aeolic) πέλτᾱ , πέλτης the Nile fish masc nom/voc/acc dual πέλτης the Nile fish masc voc sg πέλτᾱ , πέλτης the Nile fish masc gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)